- χελῶνες
- χελώνmulletmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελώνες — (χελώνια). Τάξη ερπετών των μεσοτροπικών κυρίως περιοχών. Ολόκληρο το σώμα τους καλύπτεται από το όστρακο, έναν άκαμπτο θώρακα, που αποτελείται από πολυγωνικές οστέινες πλάκες σκεπασμένες με κεράτινες φολίδες, από το οποίο βγαίνουν μόνο το κεφάλι … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κρυπτόδειρα — (cryptodira). Υπόταξη χελωνών, στην οποία περιλαμβάνονται οι περισσότερες σύγχρονες χελώνες. Διακρίνονται από τα πλευρόδειρα (pleurodira) ως προς το ότι αποσύρουν το κεφάλι τους, χαμηλώνοντάς το και στη συνέχεια έλκοντάς το κάθετα μέσα στο… … Dictionary of Greek
ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… … Dictionary of Greek
ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
Κέιμαν, νησιά — Νησιά (συνολική έκταση 262 τ. χλμ., 36.273 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας στην Κεντρική Αμερική, που αποτελούν βρετανική κτήση. Περιλαμβάνουν τα νησιά Μεγάλο Κ., Κ. Μπρακ και Μικρό Κ. Πρωτεύουσα των ν.Κ. είναι η Τζόρτζταουν (Georgetown), η … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… … Dictionary of Greek